- ἐπικούρησις
- ἐπικούρησιςsuccourfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικούρησις — ἐπικούρησις, ἡ (Α) [επικουρώ] 1. βοήθεια, προστασία 2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ. β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ἐπικουρήσει — ἐπικούρησις succour fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικουρήσεϊ , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) ἐπικούρησις succour fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήσεις — ἐπικούρησις succour fem nom/voc pl (attic epic) ἐπικούρησις succour fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήσιος — ἐπικούρησις succour fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικούρησιν — ἐπικούρησις succour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπικούρησιν — ἐπικούρησιν , ἐπικούρησις succour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήσεως — ἐπικουρήσεω̆ς , ἐπικούρησις succour fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήσῃ — ἐπικουρήσηι , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)